Ὀλυνθιακοί

Ὀλυνθιακοί
Ὀλυνθιακός
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ολυνθιακός — ή, ό (Α ὀλυνθιακός, ή, όν) [Όλυνθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Όλυνθο, την περίφημη αποικία τών Αθηναίων στη Χαλκιδική 2. φρ. «Ολυνθιακοί λόγοι» τρεις δημηγορίες που εκφωνήθηκαν στην Αθήνα από τον Δημοσθένη το 349 348 π.Χ. και… …   Dictionary of Greek

  • Τζάρτζανος, Αχιλλέας — (Τίρναβος 1873 – Αθήνα 1946). Έλληνας φιλόλογος και γλωσσολόγος. Ύστερα από τις εγκύκλιες σπουδές του στον Τίρναβο και στη Λάρισα, φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, της οποίας αναγορεύτηκε (1900) αριστούχος διδάκτορας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”